- κατάφωρος
- -η, -οεπίρρ. -α (για επίμεμπτες πράξεις), ολοφάνερος: Κατάφωρη παραβίαση του ελληνικού εναέριου χώρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάφωρος — detected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάφωρος — η, ο (Α κατάφωρος, ον) 1. καταφανής, ολοφάνερος, εξόφθαλμος («κατάφωρη αδικία» 2. αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ αυτοφώρω» να κάνει κάτι αρχ. κατάφορος*. επίρρ... κατάφωρα και καταφώρως ολοφάνερα, καταφανώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * +… … Dictionary of Greek
κατάφωρον — κατάφωρος detected masc/fem acc sg κατάφωρος detected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφωρότερος — κατάφωρος detected masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφώροις — κατάφωρος detected masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφώρους — κατάφωρος detected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφώρῳ — κατάφωρος detected masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάφωρα — κατάφωρος detected neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάφωροι — κατάφωρος detected masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόφωρος — η, ο (Α αὐτόφωρος, ον) (για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα 2. φρ. «επ αυτοφώρω» κατά την εκτέλεση του αδικήματος αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek